- λιπῶδες
- λιπώδηςfattymasc/fem voc sgλιπώδηςfattyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυελίνης, θήκη — Λιπώδες κάλυμμα που περιέχει προστασία και ηλεκτρική μόνωση γύρω από τις ίνες αγωγιμότητας των νευρικών κυττάρων … Dictionary of Greek
δάμα — (dama dama).Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών. Το σώμα της, ευκίνητο και κομψό, έχει μήκος 1,50 μ., ύψος στο ακρώμιο 0,80 1,10 μ. και ζυγίζει περίπου 85 κιλά. Το καλοκαίρι το τρίχωμα είναι κοντό, πυρόξανθο στις πλευρές και στη … Dictionary of Greek
επίπωμα — το (Α ἐπίπωμα) πώμα, σκέπασμα, καπάκι, βούλλωμα νεοελλ. ανατ. α) «επίπωμα αμαρικό» υμένας που παχύνθηκε και αποφράζει την αμάρα β) «επίπωμα λιπώδες» φράγμα από λιπώδη ιστό που σχηματίζεται στον βουβωνικό πόρο παχύσαρκων γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λήμη — η (AM λήμη, Μ και λήμμη) ωχρόλευκο λιπώδες έκκριμα τών ταρσαίων αδένων τών βλεφάρων το οποίο συγκεντρώνεται ιδίως στον εσωτερικό κανθό τού ματιού, η τσίμπλα αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λῆμαι τα πάσχοντα, τα ερεθισμένα μάτια 2. φρ. α) «ἡ τοῡ Πειραιῶς… … Dictionary of Greek
λωγάνιον — και, κατά τον Ησύχ., λωγάλιον και, κατά το λεξ. Σούδα, λογάνιον, τὸ (Α) το πολύπτυχο λιπώδες δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λαμυρίς («καὶ λωγάνιον καὶ τοῡ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «δέρμα… … Dictionary of Greek
μεσοθωράκιο — Χώρος της θωρακικής κοιλότητας που ορίζεται πλάγια από τους πνεύμονες με τις αντίστοιχες πλευρές, πίσω από τη σπονδυλική στήλη, μπροστά από το στέρνο και κάτω από το διάφραγμα· προς τα πάνω συνεχίζεται στις κοιλότητες του λαιμού. Η σημαντικότητα… … Dictionary of Greek
μεϊβομιανός — ή, ό φρ. «μεϊβομιανοί αδένες» ανατ. αδενίσκοι τού επιπεφυκότα πίσω από τα βλέφαρα, οι οποίοι εκκρίνουν ωχρόλευκο λιπώδες έκκριμα, τη λήμη, την τσίμπλα … Dictionary of Greek
πιμελώ — όω, Α [πιμελή] καθιστώ κάτι λιπώδες, παχύ … Dictionary of Greek
σιλουρίδες — (Siurides). Οικογένεια ψαριών του γλυκού ή του αλμυρού νερού, που ζουν σε όλη σχεδόν την υδρόγειο, γνωστά και με την ονομασία γατόψαρα. Τα ψάρια της οικογένειας αυτής έχουν πλατύ κεφάλι, σκεπασμένο με δερμικές πλάκες, μάτια μικρά, και γύρω από το … Dictionary of Greek
αμείουρος — (ameiurus).Γένος ψαριών της οικογένειας των σιλουριδών, γνωστό και ως ικτάλουρος. Ζουν αποκλειστικά σε περιοχές της Bόρειας Αμερικής, αν και ορισμένα είδη έχουν μεταφερθεί και εγκλιματιστεί στα νερά της ευρωπαϊκής ηπείρου. Είναι ψάρια του γλυκού… … Dictionary of Greek